- επιπτυχή
- ἐπιπτυχή, ἡ (Α) [επιπτύσσω]επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπτυχῇ — ἐπιπτυχή flap fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτυχαῖς — ἐπιπτυχή flap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτυχαί — ἐπιπτυχή flap fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτυχῆς — ἐπιπτυχή flap fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτυχήν — ἐπιπτυχή flap fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτυχάς — ἐπιπτυχά̱ς , ἐπιπτυχή flap fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)